ὑσγινοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[ὕσγινον]], [[βάπτω]].
|btext=ής, ές :<br />teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[ὕσγινον]], [[βάπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ὑσγινοβαφής]], -ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[βαμμένος]] με ύσγινο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕσγινον]] «[[είδος]] φυτικής βαφής» <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κροκο</i>-<i>βαφής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑσγῐνοβᾰφής Medium diacritics: ὑσγινοβαφής Low diacritics: υσγινοβαφής Capitals: ΥΣΓΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: hysginobaphḗs Transliteration B: hysginobaphēs Transliteration C: ysginovafis Beta Code: u(sginobafh/s

English (LSJ)

ές, (βάπτω)

   A dipped or dyed in ὕσγινον, i.e. scarlet, X.Cyr.8.3.13, Clearch.25: τὰ ὑ. scarlet cloths, Luc.Gall.14, Ath.12.539e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑσγῑνοβᾰφής: -ές, (βάπτω) βεβαμμένον εἰς βάμμα ὕσγινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε· τὰ ὕσγινα, δηλ. ἱμάτια, Ἀθήν. 539Ε, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en rouge écarlate ; τὰ ὑσγινοβαφῆ vêtements d’écarlate.
Étymologie: ὕσγινον, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές / ὑσγινοβαφής, -ές, ΝΜΑ
1. βαμμένος με ύσγινο
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «είδος φυτικής βαφής» + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο-βαφής].