φαρμακουργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φαρμᾰκουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[φαρμακοποιός]], αὐτὴ δὲ φαρμακουργὸς Λυκόφρ. 61· φαρμακουργὸς [[ἐργάτης]] τε καὶ πωλητὴς φαρμάκων Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 11, μέρ. β΄ σ. 188, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 483. | |lstext='''φαρμᾰκουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) = [[φαρμακοποιός]], αὐτὴ δὲ φαρμακουργὸς Λυκόφρ. 61· φαρμακουργὸς [[ἐργάτης]] τε καὶ πωλητὴς φαρμάκων Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 11, μέρ. β΄ σ. 188, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 483. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Μ<br />[[φαρμακοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A = φαρμακοποιός, Lyc.61.
German (Pape)
[Seite 1257] όν, = φαρμακοποιός, Lycophr. 61 u. a. Sp., wie Schol. Opp. Hal. 2, 483.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκουργός: -όν, (*ἔργω) = φαρμακοποιός, αὐτὴ δὲ φαρμακουργὸς Λυκόφρ. 61· φαρμακουργὸς ἐργάτης τε καὶ πωλητὴς φαρμάκων Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss τ. 11, μέρ. β΄ σ. 188, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλιευτ. 2, 483.
Greek Monolingual
-όν, Μ
φαρμακοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ουργός (< έργον)].