φιλίωσις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(6_8) |
(45) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλίωσις''': -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φιλιοῦσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 767, Εὐρ. Φοίν. 375, κλπ. | |lstext='''φῐλίωσις''': -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φιλιοῦσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 767, Εὐρ. Φοίν. 375, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, Μ [[φιλιῶ]]<br /><b>1.</b> [[συμφιλίωση]], [[μόνοιασμα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ φιλιώσεις</i><br />ερωτικές επαφές. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[λῐ], εως, ἡ,
A making friendly, Sch.E.Ph.375,al.
German (Pape)
[Seite 1278] ἡ, Befreundung, Schol. Eur. Phoen. 378.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλίωσις: -εως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ φιλιοῦσθαι, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 767, Εὐρ. Φοίν. 375, κλπ.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Μ φιλιῶ
1. συμφιλίωση, μόνοιασμα
2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις
ερωτικές επαφές.