φορεσία: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(45) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φορεσία''': ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[τριβή]]. | |lstext='''φορεσία''': ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. [[τριβή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[φορεσία]], ΝΜ, και διαλ. τ. [[φορεσά]] Ν<br />[[ενδυμασία]] (α. «παραδοσιακή [[φορεσιά]]» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοστούμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φορῶ</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ε</i>-<i>σία</i> (αναλογικά [[προς]] τα θηλ. σε -<i>σία</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εἰρ</i>-<i>ε</i>-<i>σία</i>: [[ἐρέτης]], <i>ἱκ</i>-<i>ε</i>-<i>σία</i>: [[ἱκέτης]]. Για την [[αλλαγή]] του τόνου στον νεοελλ. τ. [[φορεσιά]] <b>πρβλ.</b> [[εκκλησία]]: <i>εκκλησιά</i>].———————— ἡ, Μ<br /><b>βλ.</b> [[φορεσιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, das was man trägt, Tracht, Kleid, Suid. v. χλαμύς.
Greek (Liddell-Scott)
φορεσία: ὡς καὶ νῦν, ἐνδυμασία, Βυζ., Σουΐδ. ἐν λ. Ἀντωνῖνος· καὶ φόρεσις, εως, ἡ, Σουΐδ. ἐν λέξ. τριβή.
Greek Monolingual
η / φορεσία, ΝΜ, και διαλ. τ. φορεσά Ν
ενδυμασία (α. «παραδοσιακή φορεσιά» β. «τῆς βασιλικῆς φορεσιάς», Πασχ. Χρον.)
νεοελλ.
κοστούμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορῶ + κατάλ. -ε-σία (αναλογικά προς τα θηλ. σε -σία), πρβλ. εἰρ-ε-σία: ἐρέτης, ἱκ-ε-σία: ἱκέτης. Για την αλλαγή του τόνου στον νεοελλ. τ. φορεσιά πρβλ. εκκλησία: εκκλησιά].———————— ἡ, Μ
βλ. φορεσιά.