χαμαιβάμων: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
(6_3)
 
(46)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαιβάμων''': [ᾱ], -ον, ὁ [[χαμαὶ]] βαίνων, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]], Νικητ. Χρον. 42D.
|lstext='''χᾰμαιβάμων''': [ᾱ], -ον, ὁ [[χαμαὶ]] βαίνων, [[χαμηλός]], [[ταπεινός]], Νικητ. Χρον. 42D.
}}
{{grml
|mltxt=-αίβαμον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που βαδίζει στη γη, στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ταπεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οὐρανο</i>-<i>βάμων</i>, <i>ὑψι</i>-<i>βάμων</i>].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ χαμαὶ βαίνων, χαμηλός, ταπεινός, Νικητ. Χρον. 42D.

Greek Monolingual

-αίβαμον, Μ
1. αυτός που βαδίζει στη γη, στο έδαφος
2. (κατ' επέκτ.) ταπεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. οὐρανο-βάμων, ὑψι-βάμων].