χήρειος: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de veuf, de veuve.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]]. | |btext=α, ον :<br />de veuf, de veuve.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α [[χήρα]]<br />αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A widowed, λέκτρα AP9.192 (Antiphil.): Ion. χηρήϊος, οἶκος Antim.99.
German (Pape)
[Seite 1354] verwittwe't, verwais't, χήρεια λέκ τ ρα Antiphil. 11 (IX, 192).
Greek (Liddell-Scott)
χήρειος: -α, -ον, χηρευμένος, ὠρφανισμένος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 192· -Ἰων. χηρήιος, «χηρήϊον οἶκον· παρ’ Ἀντιμάχῳ (Ἀποσπ. 95) τὸν ἄτεκνον» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de veuf, de veuve.
Étymologie: χῆρος.
Greek Monolingual
-εία, -ον, και επικ. τ. χηρήιος, -ΐα, -ον, Α χήρα
αυτός που χηρεύει («λέκτροις χηρείοις», Ανθ. Παλ.).