χασμός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(6_14)
(46)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χασμός''': ὁ, [[χάσμημα]], χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.
|lstext='''χασμός''': ὁ, [[χάσμημα]], χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[χασμουρητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χασ</i>- του [[χάσκω]] / [[χαίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i><br />(<b>πρβλ.</b> <i>φραγ</i>-<i>μός</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, = χάσμη, Hippocr., l. d. statt σχασμός.

Greek (Liddell-Scott)

χασμός: ὁ, χάσμημα, χασμοῖς ἀκαίροις τοῦ στόματος Ἰω. ὁ τῆς Κλίμακ. σ. 199.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
χασμουρητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χασ- του χάσκω / χαίνω + κατάλ. -μός
(πρβλ. φραγ-μός)].