Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έγχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(10)
 
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
|mltxt=[[ἔγχος]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[λόγχη]], [[ακόντιο]]<br /><b>2.</b> όπλο, [[ξίφος]]<br /><b>3.</b> στρατιωτική [[δύναμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (<b>πρβλ.</b> [[βέλος]]) ή για [[δάνειο]]. Η [[λέξη]] [[είναι]] αρχαϊκή και απαντά [[ευρέως]] στην [[Ιλιάδα]], [[αλλά]] αργότερα αντικαταστάθηκε [[κυρίως]] από τη λ. [[δόρυ]]].
}}
}}

Revision as of 20:50, 22 December 2018

Greek Monolingual

ἔγχος, το (Α)
1. λόγχη, ακόντιο
2. όπλο, ξίφος
3. στρατιωτική δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για παράγωγο ενός ρηματικού θέματος (πρβλ. βέλος) ή για δάνειο. Η λέξη είναι αρχαϊκή και απαντά ευρέως στην Ιλιάδα, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε κυρίως από τη λ. δόρυ].