έτειος: Difference between revisions
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
(14) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔτειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] χρόνο ή μια [[φορά]] τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «[[ἔτειος]] [[δασμός]]»)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]] («φρουρᾱς ἐτείας [[μῆκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ηλικίας ενός έτους («[[βρέφος]] έτειον»)<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει στο [[έτος]] ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐτεία</i><br />α) [[συμβούλιο]] αξιωματούχων με ετήσια [[θητεία]]<br />β) η [[θητεία]] του συμβουλίου<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔτεια</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας του συμβουλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετεσ</i>- (θ. του [[έτος]]) -<i>ιος</i> ( | |mltxt=[[ἔτειος]], -εία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ετήσιος]], αυτός που γίνεται ή συμβαίνει [[κάθε]] χρόνο ή μια [[φορά]] τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «[[ἔτειος]] [[δασμός]]»)<br /><b>2.</b> [[ετήσιος]], αυτός που διαρκεί ένα [[έτος]] («φρουρᾱς ἐτείας [[μῆκος]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ηλικίας ενός έτους («[[βρέφος]] έτειον»)<br /><b>4.</b> αυτός που ανήκει στο [[έτος]] ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐτεία</i><br />α) [[συμβούλιο]] αξιωματούχων με ετήσια [[θητεία]]<br />β) η [[θητεία]] του συμβουλίου<br /><b>5.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>ἔτεια</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της θητείας του συμβουλίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετεσ</i>- (θ. του [[έτος]]) -<i>ιος</i> (πρβλ. [[κήδειος]] <span style="color: red;"><</span> [[κήδος]], [[έλειος]] <span style="color: red;"><</span> [[έλος]]). Από τη [[φράση]] <i>επ</i>' [[έτος]] προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» [[επέτειος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἔτειος, -εία, -ον και -ος, -ον (Α)
1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός»)
2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.)
3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος έτειον»)
4. αυτός που ανήκει στο έτος ή συμπεριλαμβάνεται σε αυτό (α. «ἔτειοι Ὧραι» β. «ἔτειαι μεταλλαγαί»)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεία
α) συμβούλιο αξιωματούχων με ετήσια θητεία
β) η θητεία του συμβουλίου
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἔτεια
κατά τη διάρκεια της θητείας του συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεσ- (θ. του έτος) -ιος (πρβλ. κήδειος < κήδος, έλειος < έλος). Από τη φράση επ' έτος προήλθε το «σύνθετο εκ συναρπαγής» επέτειος].