αιγιαλός: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(1) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[αἰγιαλός]])<br />[[γιαλός]], [[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θάλασσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμμουδερή [[παραλία]]<br /><b>2.</b> οι ψήφοι, ως [[λογοπαίγνιο]] με τη διττή [[σημασία]] τών χαλικιών και τών [[ψήφων]] ψηφοφορίας<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η λ. με τη σημ. «[[παραλία]], [[γιαλός]]», μαρτυρείται έμμεσα με τα παράγωγα <i>Aἰγιαλία</i>, <i>Αἰγιάλιος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνθετη λ. με α' συνθ. τη λ. <i>αἶγες</i> «κύματα» — β' συνθ. [[είναι]] η γεν. <i>ἁλὸς</i> του <i>ἅλς</i>, [[ήτοι]] <i>αἰγιαλὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αἶγες ἁλός</i>, πιθ. με τη [[μεσολάβηση]] της φράσεως <i>ἐν αἰγὶ ἁλὸς</i> «στην [[ακροθαλασσιά]]». Κατ' άλλους το β' συνθ. ανάγεται στο ρ. [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]]» ( | |mltxt=ο (Α [[αἰγιαλός]])<br />[[γιαλός]], [[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[θάλασσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αμμουδερή [[παραλία]]<br /><b>2.</b> οι ψήφοι, ως [[λογοπαίγνιο]] με τη διττή [[σημασία]] τών χαλικιών και τών [[ψήφων]] ψηφοφορίας<br /><b>3.</b> στη Μυκηναϊκή η λ. με τη σημ. «[[παραλία]], [[γιαλός]]», μαρτυρείται έμμεσα με τα παράγωγα <i>Aἰγιαλία</i>, <i>Αἰγιάλιος</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνθετη λ. με α' συνθ. τη λ. <i>αἶγες</i> «κύματα» — β' συνθ. [[είναι]] η γεν. <i>ἁλὸς</i> του <i>ἅλς</i>, [[ήτοι]] <i>αἰγιαλὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αἶγες ἁλός</i>, πιθ. με τη [[μεσολάβηση]] της φράσεως <i>ἐν αἰγὶ ἁλὸς</i> «στην [[ακροθαλασσιά]]». Κατ' άλλους το β' συνθ. ανάγεται στο ρ. [[ἅλλομαι]] «[[πηδώ]]» (πρβλ. <i>ὡκύ</i> -<i>αλος</i>). Το νεοελλ. [[γιαλός]] προήλθε από το <i>αἰγιαλὸς</i> με σίγηση του αρκτικού άτονου <i>aἰ</i>- (/<i>e</i>/)<br />πρβλ. [[επάνω]] > [[πάνω]], [[ελεύθερος]] > [[λεύτερος]] κ.λπ.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιγιαλίτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αἰγιάλειος]], [[αἰγιαλεύς]], [[αἰγιαλώδης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰγιαλοφύλαξ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 23 December 2018
Greek Monolingual
ο (Α αἰγιαλός)
γιαλός, παραλία, ακροθαλασσιά
μσν.
θάλασσα
αρχ.
1. αμμουδερή παραλία
2. οι ψήφοι, ως λογοπαίγνιο με τη διττή σημασία τών χαλικιών και τών ψήφων ψηφοφορίας
3. στη Μυκηναϊκή η λ. με τη σημ. «παραλία, γιαλός», μαρτυρείται έμμεσα με τα παράγωγα Aἰγιαλία, Αἰγιάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνθετη λ. με α' συνθ. τη λ. αἶγες «κύματα» — β' συνθ. είναι η γεν. ἁλὸς του ἅλς, ήτοι αἰγιαλὸς < αἶγες ἁλός, πιθ. με τη μεσολάβηση της φράσεως ἐν αἰγὶ ἁλὸς «στην ακροθαλασσιά». Κατ' άλλους το β' συνθ. ανάγεται στο ρ. ἅλλομαι «πηδώ» (πρβλ. ὡκύ -αλος). Το νεοελλ. γιαλός προήλθε από το αἰγιαλὸς με σίγηση του αρκτικού άτονου aἰ- (/e/)
πρβλ. επάνω > πάνω, ελεύθερος > λεύτερος κ.λπ.
ΠΑΡ. αιγιαλίτης
αρχ.
αἰγιάλειος, αἰγιαλεύς, αἰγιαλώδης.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰγιαλοφύλαξ].