αντιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδίδωμι]] (AM)<br />[[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[αντί]] για κείνο το οποίο [[άλλος]] επρόκειτο να δώσει<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] να ανταλλάξω την [[περιουσία]] μου με κάποιον (<b>[[πρβλ]].</b> [[αντίδοσις]])<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[αντίδοτο]], [[αντιφάρμακο]].
|mltxt=[[ἀντιδίδωμι]] (AM)<br />[[ανταποδίδω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[κάτι]] [[αντί]] για κείνο το οποίο [[άλλος]] επρόκειτο να δώσει<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] να ανταλλάξω την [[περιουσία]] μου με κάποιον (πρβλ. [[αντίδοσις]])<br /><b>3.</b> [[δίνω]] [[αντίδοτο]], [[αντιφάρμακο]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.