ἀντιδίδωμι
English (LSJ)
A give in return, repay, τινί τι Hdt.1.70, 3.135, A.Ch.94, etc.; πόνον, οὐ χάριν, ἀντιδίδωσιν ἔχειν S.OC232, cf.A.Ch.498, Eu.264; νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀ. S.Ant.1067; ἀ. χάριν E.HF1337, cf. Th.1.41, 3.63; τιμωρίαν Id.2.53; λαμβάνων ἀντεδίδου X.Cyr.8.6.23:—Pass., ἔλεος πρός τινα δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40.
2 give for or give instead of, τί τινος E.Alc.340, IT28; τι ἀντί τινος Ar.Pax1251.
II at Athens, ἀ. [τὴν οὐσίαν] offer to change fortunes with one (cf. ἀντίδοσις ΙΙ), Lys.24.9, D.20.130; ἀ. τριηραρχίαν Id.21.78; accept such an offer, Id.28.17.
III give as an antidote, Damocr. ap. Gal.14.90.
Spanish (DGE)
I 1devolver, pagar, dar a cambio c. ac. μισθὸν τῆς προδοσίας ἀντιδιδόντες Gorg.B 11a.14, τὴν τιμωρίαν Th.2.53, τὰς ὁμοίας χάριτας μὴ ἀντιδιδόναι αἰσχρόν Th.3.63, (ὁ Πύρρος) οὐκ ἐδέξατο δωρεὰν ἀλλ' ἴσους ἀντέδωκε Plu.2.195b, cf. Memn.29.3, SB 9834a23 (III d.C.)
•c. ac. y dat. dar o pagar algo a alguien hοῖς χάριν ἀντιδίδο Anacr.194.2, cf. A.Ch.92, E.Cyc.192, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι Κροίσῳ Hdt.1.70, φὰς ἄλλα οἱ πολλαπλήσια ἀντιδώσειν declarando que a cambio le daría otros en mucho mayor número Hdt.3.135, κἀγὼ χάριν σοι τῆς ἐμῆς σωτηρίας τήνδ' ἀντιδώσω E.HF 1337, καὶ τοῖς εἰσαγομένοις ἀντεδίδους τοὺς μισθούς σου LXX Ez.27.15, σὺ δὲ ἡμῖν ἀντιδοίης τὴν εὐπείθειαν Gr.Naz.M.37.376A, cf. BGU 44.15 (II d.C.), Leont.Byz.M.86.1996D, en v. pas. δέομαι οὖν σου ... ἀντιδοθῆναί μοι τὸ ἴσον πλῆθος (γῆς) ἀνθ' ἧς κα[τ] ακεκλύκασιν PEnteux.60.10 (III a.C.), cf. Th.1.41, tb. c. ac. de cosa y πρός c. ac. de pers. ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Th.3.40
•c. ac. y adj. pred. νέκυν νεκρῶν ἀμοιβόν S.Ant.1067
•c. ac. y gen. dar o pagar a cambio de σὺ δ' ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας me has salvado dando lo más preciado a cambio de mi vida E.Alc.340, cf. IT 28, Lyr.Adesp.475.7S., tb. c. ac. y ἀντί c. gen. ὅτ' ἀντέδωκα κἀντὶ τῶνδε μνᾶν ποτέ Ar.Pax 1251
•c. inf. permitir τὰς ὁμοίας ἀντίδος λαβὰς λαβεῖν déjanos echarles igual llave A.Ch.498, cf. S.OC 232
•abs. ὁ Κῦρος λαμβάνων ... ἀντεδίδου X.Cyr.8.6.23, cf. Arist.MM 1210b18.
2 en Atenas, uso legal, ofrecer a alguien a cambio de su fortuna (v. ἀντίδοσις) τριηραρχίαν D.21.78, cf. 20.130
•dar a cambio la propia fortuna δεκάκις ἂν ἕλοιτο χορηγῆσαι μᾶλλον ἢ ἀντιδοῦναι ἅπαξ Lys.24.9, cf. D.28.17.
II medic.
1 dar como antídoto καὶ τοῖς θανασίμοις ἀντιδώσεις φαρμάκοις Damocr. en Gal.14.90.
2 en v. med. combatir la fiebre ὁκόσα πυρετῷ ἀντιδίδοται ... κακοήθεα Hp.Coac.141.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δίδωμι), dagegen geben, vergelten, τινί τι, Aesch. Ch. 92; Soph. Ant. 1033; δῶρόν τινι, ein Gegengeschenk machen, Her. 1, 70; τὰς ὁμοίας χάριτας Thuc. 3, 63; vgl. 1, 41; τιμωρίαν, δίκην, 2, 53. 3, 67, Strafe leiden für Vergehungen, Xen. Cyr. 8, 6, 23; τινός τι, etwas für etwas geben, Eur. Alc. 31. – Vom Vermögenstausch, Lys. 24, 9; Dem. 28, 17; ἀντιδιδόντες τριηραρχίαν 21, 78, die Übernahme der Trierarchie unter Anbietung des Vermögenstausches anbieten (ἀντιδῴην Dem. 28, 17); s. ἀντίδοσις.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντιδώσω, etc.
1 donner en retour ; τινί τι qch à qqn ; χάριν SOPH témoigner de la reconnaissance;
2 donner en échange : τί τινος, τι ἀντί τινος une chose à la place d'une autre ; abs. ἀ. (s.e. τὴν οὐσίαν) offrir d'échanger sa fortune avec celle d'un autre.
Étymologie: ἀντί, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδίδωμι:
1 давать или дарить взамен (τοῖσι πέμπουσιν τάδε στέφη Aesch.; δῶρόν τινι Her.): ἀ. τί τινος Eur. и τι ἀντί τινος Arph. платить чем-л. за что-л.; τί τινος ἀμοιβὸν ἀντιδοῦναι Soph. возместить что-л. чем-л.; χάριν ἀντιδοῦναι Eur., Thuc. воздать благодарность; ἀ. τιμωρίαν или δίκην Thuc. нести наказание;
2 (см. ἀντίδοσις
3 (sc. οὐσίαν) предлагать обмен имуществом Lys., Dem.: ἀ. τριηραρχίαν Dem. предлагать на выбор: или принять на себя триерархию, или поменяться имуществом.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδίδωμι: μέλλ. -δώσω, δίδω καὶ αὐτός τι εἰς τὸν δόντα μοί τι, ἀνταποδίδω, δῶρον βουλόμενοι ἀντιδοῦναι τῷ Κροίσῳ Ἡρόδ. 1. 70., 3. 135, Αἰσχύλ. Χο. 94, κτλ.: πόνον, οὐ χάριν, ἀντιδίδωσιν ἔχειν Σοφ. Ο. Κ. 232· πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 498, Εὐμ. 264· νέκυν νεκρῶν ἀμοιβὸν ἀντ. Σοφ. Ἀντ. 1067· ἀντ. χάριν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1337, Θουκ. 1. 41., 3. 63· τιμωρίαν ὁ αὐτ. 2. 53· λαμβάνων ἀντεδίδου Ξεν. Κύρ. 8. 6, 23: - Παθ., ἔλεός τε γὰρ πρὸς τοὺς ὁμοίους δίκαιος ἀντιδίδοσθαι Θουκ. 3. 40. 2) δίδω τι ἀντὶ ἐκείνου ὅπερ ἔμελλε νὰ δώσῃ ἄλλος, σὺ δ’ ἀντιδοῦσα τῆς ἐμῆς τὰ φίλτατα ψυχῆς ἔσωσας Εὐρ. Ἄλκ. 340, Ι. Τ. 28. τι ἀντί τινος Ἀριστοφ. Εἰρ. 1251. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, ἀντ. [τὴν οὐσίαν], προτείνω νὰ ἀνταλλάξω τὴν περιουσίαν μου πρός τινα (πρβλ. τὴν λέξ. ἀντίδοσις), Λυσ. 169. 4, Δημ. 469. 21· ἵν’ εἰ μὲν ἀντιδοίην, μὴ ἐξείη μοι πρὸς αὐτοὺς ἀντιδικεῖν, ὥστε ἐὰν παραδέχωμαι νὰ ἀντιδώσω κτλ., ὁ αὐτ. 840. 28· οὕτως, ἀντ. τριηραρχίαν ὁ αὐτ. 539, ἐν τέλ. ΙΙΙ. δίδω ὡς ἀντίδοτον ἢ ἀντιφάρμακον, Δαμόκρ. παρὰ Γαλην. 14. 90.
Greek Monolingual
ἀντιδίδωμι (AM)
ανταποδίδω
αρχ.
1. δίνω κάτι αντί για κείνο το οποίο άλλος επρόκειτο να δώσει
2. προτείνω να ανταλλάξω την περιουσία μου με κάποιον (πρβλ. αντίδοσις)
3. δίνω αντίδοτο, αντιφάρμακο.
Greek Monotonic
ἀντιδίδωμι: μέλ. -δώσω,
I. 1. δίνω σε ανταπόδοση, ανταποδίδω, τί τινι, σε Ηρόδ., Αττ.
2. δίνω στη θέση κάποιου ή ως αντάλλαγμα, τί τινος, σε Ευρ.· τι ἀντί τινος, σε Αριστοφ.
II. στην Αθήνα, ἀντ. (τὴν οὐσίαν), προσφέρω να αλλάξω περιουσία με κάποιον (πρβλ. ἀντίδοσις), σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
I. to give in return, repay, τί τινι Hdt., Attic
2. to give for or instead of, τί τινος Eur.; τι ἀντί τινος Ar.
II. at Athens, ἀντ. [τὴν οὐσίαν] to offer to change fortunes with one (cf. ἀντίδοσις), Dem., etc.
Lexicon Thucydideum
referre, rependere, to return, repay, 3.63.4,
PASS. 1.41.1, 3.40.3,
poenas vicissim dare, to inflict punishment in turn, 2.53.4,
idem, the same 3.66.3.