Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανάσκελα: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(και [[τανάσκελα]]) <b>επίρρ.</b> (Μ ἀνάσκελα)<br />ύπτια, με τη [[ράχη]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σκέλη</i>. Ο τ. [[τανάσκελα]] προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα [[ανάσκελα]] με [[συνένωση]] και [[συνεκφορά]] του άρθρου με το επίρρ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τανάποδα</i>, [[ταπίστομα]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=(και [[τανάσκελα]]) <b>επίρρ.</b> (Μ ἀνάσκελα)<br />ύπτια, με τη [[ράχη]] [[προς]] τα [[κάτω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>σκέλη</i>. Ο τ. [[τανάσκελα]] προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα [[ανάσκελα]] με [[συνένωση]] και [[συνεκφορά]] του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. <i>τανάποδα</i>, [[ταπίστομα]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 23 December 2018

Greek Monolingual

(και τανάσκελα) επίρρ. (Μ ἀνάσκελα)
ύπτια, με τη ράχη προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκέλη. Ο τ. τανάσκελα προήλθε από το έναρθρο επίρρ. τα ανάσκελα με συνένωση και συνεκφορά του άρθρου με το επίρρ. (πρβλ. τανάποδα, ταπίστομα κ.ά.)].