αλγίων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> και <i>ἄλγιστος</i>].
|mltxt=[[ἀλγίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />[[συγκριτικός]] του [[αλγεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλγος]]<br />[[ανώμαλος]] [[σχηματισμός]] συγκριτικού βαθμού του επιθ. <i>ἀλγεινὸς</i> [[κατά]] τα [[καλλίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[κάλλος]]), [[αἰσχίων]] (<span style="color: red;"><</span> [[αἶσχος]])<br />πρβλ. και <i>ἄλγιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:41, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀλγίων (-ονος), -ον (Α)
συγκριτικός του αλγεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος
ανώμαλος σχηματισμός συγκριτικού βαθμού του επιθ. ἀλγεινὸς κατά τα καλλίων (< κάλλος), αἰσχίων (< αἶσχος)
πρβλ. και ἄλγιστος].