αρτίτοκος: Difference between revisions
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> ( | |mltxt=[[ἀρτίτοκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[νεογέννητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε [[υγιής]] και [[αρτιμελής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτί</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τόκος]]. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα [[προς]] τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. <i>αρτιτόκο</i>, <b>βλ. λ.</b> (πρβλ. [[επίσης]] [[ακρόβολος]], [[ακροβόλος]], [[πρωτότοκος]], [[πρωτοτόκος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 23 December 2018
Greek Monolingual
ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].