ἀρτίτοκος

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίτοκος Medium diacritics: ἀρτίτοκος Low diacritics: αρτίτοκος Capitals: ΑΡΤΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: artítokos Transliteration B: artitokos Transliteration C: artitokos Beta Code: a)rti/tokos

English (LSJ)

ἀρτίτοκον,
A new-born, AP6.154 (Leon. or Gaet.), Luc.DDeor.7.1, Them. Or.25.311a; new-laid, ᾠά Aret.CA1.10: metaph., σελήνη Opp.C. 4.123.
II parox. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, ib.3.119, AP7.729 (Tymn.), 9.2 (Tib. Ill.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
I 1recién nacido de anim. χίμαρος AP 6.154 (Leon. o Gaetul.), ὄϊς Longus 1.5, cf. Nonn.D.14.154, 17.78
de pers. βρέφος App.BC 4.4, Nonn.D.47.490
de huevos recién puesto Aret.CA 1.10.8
fig. ἀ. σελήνη de la luna en la primera fase del cuarto creciente, Opp.C.4.123
subst. τὸ ἀρτίτοκον = recién nacido Aristid.Quint.113.18, Them.Or.25.311a.
2 de parto inminente ὠδῖνες Pamprepius 3.44.
II subst. τὸ τὸ ἀρτίτοκον = criatura perfectamente conformada op. ἔκτρωμα Chrys.M.48.699.

German (Pape)

[Seite 362] neugeboren, χίμαρος Leon. Tar. 30 (VI, 154); ἀρτιτόκος, eben erst geboren habend, Tymn. 6 (VII, 729); Tib. III. 1 (IX, 2).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouveau-né.
Étymologie: ἄρτι, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίτοκος: новорожденный Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίτοκος: -ον, ὁ ἀρτίως τεχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 154, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 1.· μεταφ., σελήνη Ὀππ. Κ. 4. 123. ΙΙ. ἀρτιτόκος, ον, (παροξυτόνως) ἡ ἀρτίως τεκοῦσα, ὄρνις ἀρτιτόκος Ὀππ. Κ. 3. 119, Ἀνθ. Π. 7. 729., 9, 2: - οὕτω, καὶ ἀρτιτοκοῦσα, μετοχ. τοῦ ἀρτιτοκέω, Γεωπ. 5, 41, 1.

Greek Monolingual

ἀρτίτοκος, -ον (Α)
1. ο νεογέννητος
2. αυτός που γεννήθηκε υγιής και αρτιμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτί- + -τοκος < τόκος. Ο τ. προπαροξύνεται λόγω της παθητικής του σημασίας, αντίθετα προς τον παροξύτονο, ενεργητικής, μεταβατικής σημασίας τ. αρτιτόκο, βλ. λ. (πρβλ. επίσης ακρόβολος, ακροβόλος, πρωτότοκος, πρωτοτόκος)].
ἀρτιτόκος, η (Α)
αυτή που γέννησε προ ολίγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παροξυτονούμενος τ. λόγω της ενεργητικής, μεταβατικής του σημασίας < αρτι- + -τοκος < τόκος (βλ. λ. αρτίτοκος)].

Greek Monotonic

ἀρτίτοκος: -ον (τίκτω
I. νεογέννητος, σε Ανθ., Λουκ.
II. παροξύτ., ἀρτιτόκος, -ον, αυτή που μόλις γέννησε, σε Ανθ.

Middle Liddell

τίκτω
I. new-born, Anth., Luc.
II. paroxyt. ἀρτιτόκος, ον, having just given birth, Anth.