ἀγαθοεργία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.3.160; ἀγαθουργ- Procl.<i>in Ti</i>.3.2.24, <i>in Cra</i>.13, 90<br /><b class="num">1</b> [[acción excelente]], [[proeza]] κάρτα γὰρ ἐν [τοῖσι] Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται Hdt.3.154, cf. 3.160.<br /><b class="num">2</b> [[acción benéfica]], [[beneficencia]] Iul.<i>Or</i>.11.135d, ἡ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων περὶ τὸν κόσμον ἀ. Procl.<i>in Ti</i>.l.c., cf. <i>in Cra</i>.ll.cc., Pamph.Mon.<i>Soter</i>.220, Procop.<i>Aed</i>.6.6.7.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. -ίη Hdt.3.160; ἀγαθουργ- Procl.<i>in Ti</i>.3.2.24, <i>in Cra</i>.13, 90<br /><b class="num">1</b> [[acción excelente]], [[proeza]] κάρτα γὰρ ἐν [τοῖσι] Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται Hdt.3.154, cf. 3.160.<br /><b class="num">2</b> [[acción benéfica]], [[beneficencia]] Iul.<i>Or</i>.11.135d, ἡ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων περὶ τὸν κόσμον ἀ. Procl.<i>in Ti</i>.l.c., cf. <i>in Cra</i>.ll.cc., Pamph.Mon.<i>Soter</i>.220, Procop.<i>Aed</i>.6.6.7.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαθοεργία:''' Ιων. -ίη, συνηρ. [[ἀγαθουργία]], <i>ἡ</i>, [[καλή]] [[πράξη]], [[ευεργεσία]], Λατ. [[beneficium]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 17:03, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγαθοεργία Medium diacritics: ἀγαθοεργία Low diacritics: αγαθοεργία Capitals: ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: agathoergía Transliteration B: agathoergia Transliteration C: agathoergia Beta Code: a)gaqoergi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, contr. ἀγαθουργία, ἡ,

   A good deed, service, Hdt.3.154,160, Jul.Or.4.135d.    2 beneficence, Procl.in Cra.pp.13,90P.

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, gute That, Het. 3, 154. 160.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθοεργία: Ἰων. -ίη, συνῃρ. -ουργία, ἡ, ἔργον καλόν, εὐεργεσία. Λατ. beneficium, Ἡρόδ. 3. 154, 160. ΙΙ. τὸ ποιεῖν καλὰ ἔργα, δηλ. ψυχοσωτήρια. Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de faire le bien ou du bien, bienfait.
Étymologie: ἀγαθοεργός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.3.160; ἀγαθουργ- Procl.in Ti.3.2.24, in Cra.13, 90
1 acción excelente, proeza κάρτα γὰρ ἐν [τοῖσι] Πέρσῃσι αἱ ἀγαθοεργίαι ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμῶνται Hdt.3.154, cf. 3.160.
2 acción benéfica, beneficencia Iul.Or.11.135d, ἡ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων περὶ τὸν κόσμον ἀ. Procl.in Ti.l.c., cf. in Cra.ll.cc., Pamph.Mon.Soter.220, Procop.Aed.6.6.7.

Greek Monotonic

ἀγαθοεργία: Ιων. -ίη, συνηρ. ἀγαθουργία, , καλή πράξη, ευεργεσία, Λατ. beneficium, σε Ηρόδ.