ἀδαημονία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(Bailly1_1)
(2)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[ἀδαημονίη]].
|btext=ας (ἡ) :<br />v. [[ἀδαημονίη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδᾰημονία:''' ἡ, [[αμάθεια]] ή [[απειρία]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδᾰημονία Medium diacritics: ἀδαημονία Low diacritics: αδαημονία Capitals: ΑΔΑΗΜΟΝΙΑ
Transliteration A: adaēmonía Transliteration B: adaēmonia Transliteration C: adaimonia Beta Code: a)dahmoni/a

English (LSJ)

Ep. ἀδαημονίη, ἡ,

   A ignorance, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. ἀδαημονίη.

Greek Monotonic

ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.