ἀδιόρθωτος: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(big3_1)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num">•</b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num">•</b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή D.S.37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no preparado]] τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36<br /><b class="num">•</b>de libros [[no corregido]] Cic.<i>Att</i>.327.1, Anon.<i>Prol</i>.24.14<br /><b class="num">•</b>[[no enmendado]] [[ἀβουλία]] Gr.Nyss.M.46.81B<br /><b class="num">•</b>de pers. [[no reformado]] Chrys.M.61.420.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede ser arreglado]], [[irremediable]], [[incorregible]] ὁρμή D.S.37.3, [[δουλεία]] App.<i>BC</i> 3.90, [[ἁμαρτία]] D.C.69.4.5, [[ἀργία]] D.L.5.66, cf. <i>Gloss</i>.2.218<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. plu. como adv. [[sin corregir]] τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa</i> D.L.10.27.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[erróneamente]] ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512<br /><b class="num">•</b>[[irremediablemente]] τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδιόρθωτος:''' -ον ([[διορθόω]]), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. [[διορθωτής]].
}}
}}

Revision as of 17:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιόρθωτος Medium diacritics: ἀδιόρθωτος Low diacritics: αδιόρθωτος Capitals: ΑΔΙΟΡΘΩΤΟΣ
Transliteration A: adiórthōtos Transliteration B: adiorthōtos Transliteration C: adiorthotos Beta Code: a)dio/rqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not corrected, not set right, D.4.36:—of books, unrevised, Cic.Att.13.21a.1.    II irremediable, ὁρμή D.S.37.3; δουλεία App.BC3.90, cf. D.L.5.66; ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν D.H.6.20. Adv. -τως D.S.29.25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιόρθωτος: -ον, ὁ μὴ διωρθωμένος, ὁ μὴ ἐν τάξει, Δημ. 50. 18: ― ἐπὶ βιβλίων = μὴ διορθωθέντα, ἐπιθεωρηθέντα, Κικ. ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 13. 21· πρβλ. διορθωτής. ΙΙ. ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διορθώσῃ, ἀδιόρθωτος, ἀνεπανόρθωτος, δουλεία, Ἀππ. Ἐμφ. 3. 90· πρβλ. Διογ. Λ. 5, 66· ἀδιόρθωτα ἀδικεῖν, Διον. Ἁλ. 6. 20. ― Ἐπίρρ. τως, Διόδ. 29. 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non redressé, non corrigé.
Étymologie: ἀ, διορθόω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no preparado τῇ τούτου (τοῦ πολέμου) παρασκευῇ ἄτακτα ἀδιόρθωτα, ἀόρισθ' ἅπαντα D.4.36
de libros no corregido Cic.Att.327.1, Anon.Prol.24.14
no enmendado ἀβουλία Gr.Nyss.M.46.81B
de pers. no reformado Chrys.M.61.420.
2 que no puede ser arreglado, irremediable, incorregible ὁρμή D.S.37.3, δουλεία App.BC 3.90, ἁμαρτία D.C.69.4.5, ἀργία D.L.5.66, cf. Gloss.2.218
neutr. plu. subst. τὰ ἀ. ἀδικούντων D.H.6.20.
II adv.
1 neutr. plu. como adv. sin corregir τὰ αὐτὰ γέγραφε ... καὶ ἀδιόρθωτα εἴακε τῷ ἐπείγεσθαι los dejó sin corregir por la prisa D.L.10.27.
2 adv. -ως erróneamente ἀ. ἔχειν Chrys.M.58.512
irremediablemente τῇ λύπῃ συνεχόμενος D.S.29.25.

Greek Monotonic

ἀδιόρθωτος: -ον (διορθόω), αυτός που δεν έχει διορθωθεί, αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί σωστά, σε Δημ.· λέγεται για βιβλία, μη αναθεωρημένος, μη τροποποιημένος, σε Κικ.· πρβλ. διορθωτής.