ἀδελφοκτόνος: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀδελφεο-<br />[[fratricida]] Hdt.3.65, Nic.Dam.136.7, Plu.2.256f, Ph.1.148, Them.<i>Or</i>.6.72d, Pall.<i>V.Chrys</i>.11.67. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. ἀδελφεο-<br />[[fratricida]] Hdt.3.65, Nic.Dam.136.7, Plu.2.256f, Ph.1.148, Them.<i>Or</i>.6.72d, Pall.<i>V.Chrys</i>.11.67. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀδελφοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), [[δολοφόνος]] αδερφού ή αδερφής, σε Ηρόδ. (απαντά στον Ιων. τύπο [[ἀδελφεοκτόνος]]), σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A murdering a brother or sister, Hdt.3.65 (in Ion. form ἀδελφεοκτ-), Nic.Dam.p.142 D., Plu 2.256f, Ph.1.148.
German (Pape)
[Seite 32] ὁ, Bruder-, Schwestermörder, Piut. de virt. mul. (Aretaphil. p. 294).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδελφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν. Ἡρόδ. 3. 65. (κατ’ Ἰωνικὸν τύπον ἀδελφεοκτ.), Πλούτ. 2. 256. F: ― ἐντεῦθεν ἀδελφοκτονέω· εἶμαι φονεὺς ἀδελφοῦ ἢ ἀδελφῆς, Ἰωσήπ. Ἰ. Π. 2. 11, 4· καὶ ἀδελφοκτονία, ἡ, φόνος μεταξὺ ἀδελφῶν, ὁ αὐτ. 1. 31. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
meurtrier d’un frère, d’une sœur.
Étymologie: ἀδελφός, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): jón. ἀδελφεο-
fratricida Hdt.3.65, Nic.Dam.136.7, Plu.2.256f, Ph.1.148, Them.Or.6.72d, Pall.V.Chrys.11.67.
Greek Monotonic
ἀδελφοκτόνος: -ον (κτείνω), δολοφόνος αδερφού ή αδερφής, σε Ηρόδ. (απαντά στον Ιων. τύπο ἀδελφεοκτόνος), σε Πλούτ.