Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγανακτητός: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[enfadoso]], [[molesto]] οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.<i>Grg</i>.511b.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[enfadoso]], [[molesto]] οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.<i>Grg</i>.511b.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγανακτητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[ἀγανακτέω]], [[ενοχλητικός]], [[ερεθιστικός]], [[εκνευριστικός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 17:10, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγᾰνακτητός Medium diacritics: ἀγανακτητός Low diacritics: αγανακτητός Capitals: ΑΓΑΝΑΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: aganaktētós Transliteration B: aganaktētos Transliteration C: aganaktitos Beta Code: a)ganakthto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vexatious, Pl.Grg. 511b.

German (Pape)

[Seite 8] ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐνοχλητικός, Πλάτ. Γοργ. 511Β. ἀγανακτητέον, ῥηματ. ἐπίθ. πρέπει ν’ ἀγανακτῇ τις.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
irritant.
Étymologie: adj. verb. d’ἀγανακτέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
enfadoso, molesto οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν; Pl.Grg.511b.

Greek Monotonic

ἀγανακτητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἀγανακτέω, ενοχλητικός, ερεθιστικός, εκνευριστικός, σε Πλάτ.