ἀγριόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de lengua áspera e.d. no griega]] ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους <i>Od</i>.8.294, [[Δᾶτις]] Eust.<i>Pind</i>.26.25.
|dgtxt=-ον<br />[[de lengua áspera e.d. no griega]] ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους <i>Od</i>.8.294, [[Δᾶτις]] Eust.<i>Pind</i>.26.25.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριόφωνος:''' -ον ([[φωνή]]), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά [[φωνή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριόφωνος Medium diacritics: ἀγριόφωνος Low diacritics: αγριόφωνος Capitals: ΑΓΡΙΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: agrióphōnos Transliteration B: agriophōnos Transliteration C: agriofonos Beta Code: a)grio/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A with rough voice or tongue, like βαρβαρόφωνος, Od.8.294; Δᾶτις App.Anth.3.74.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν, ἤτοι τραχεῖαν φωνὴν ἢ γλῶσσαν· ὡς τὸ βαρβαρόφωνος, Ὀδ. Θ. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sauvage, au langage barbare.
Étymologie: ἄγριος, φωνή.

English (Autenrieth)

rude-voiced, of the Sintians of Lemnos, Od. 8.294†.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua áspera e.d. no griega ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους Od.8.294, Δᾶτις Eust.Pind.26.25.

Greek Monotonic

ἀγριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά φωνή, σε Ομήρ. Οδ.