αἰσχρόμητις: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰσχρόμητις]] (-ιος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[γνώμη]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]]»].
|mltxt=[[αἰσχρόμητις]] (-ιος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰσχρὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[μῆτις]] «[[γνώμη]], [[σχέδιο]], [[επιχείρηση]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰσχρόμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρόμητις Medium diacritics: αἰσχρόμητις Low diacritics: αισχρόμητις Capitals: ΑΙΣΧΡΟΜΗΤΙΣ
Transliteration A: aischrómētis Transliteration B: aischromētis Transliteration C: aischromitis Beta Code: ai)sxro/mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ,

   A fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.

Spanish (DGE)

-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.

Greek Monolingual

αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].

Greek Monotonic

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.