αἱρετός: Difference between revisions
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[elegido]] esp. op. κληρωτός Pl.<i>Lg</i>.759b, Isoc.12.153, Arist.<i>Pol</i>.1294<sup>b</sup>9, <i>SEG</i> 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.<i>Mx</i>.238d, τυραννίς Arist.<i>Pol</i>.1285<sup>a</sup>31, [[ἀρχή]] App.<i>BC</i> 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados</i> X.<i>An</i>.1.3.21, Plu.<i>Lyc</i>.26, de los <i>tresuiri agris diuidendis</i> App.<i>BC</i> 1.9<br /><b class="num">•</b>lat. [[optiones]] suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.<i>Mag</i>.1.46.<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser elegido o aceptado]], [[deseable]] Pl.<i>Phlb</i>.21d, Arist.<i>EN</i> 1097<sup>a</sup>32, Ptol.<i>Iudic</i>.17.6<br /><b class="num">•</b>op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4<br /><b class="num">•</b>op. [[αἱρετέος]] [[aquello cuya elección se impone]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22<br /><b class="num">•</b>en compar. [[preferible]] αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.<i>Mis</i>.A13, cf. Democr.B 251, A.<i>Fr</i>.466, Hdt.1.126, Ar.<i>Eq</i>.84.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que puede ser conquistado]] κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser comprendido]], [[comprensible]] νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.<i>Phd</i>.81b, cf. X.<i>Mem</i>.1.1.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[voluntariamente]], [[a elección]] Ephr.Syr.3.432F. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[elegido]] esp. op. κληρωτός Pl.<i>Lg</i>.759b, Isoc.12.153, Arist.<i>Pol</i>.1294<sup>b</sup>9, <i>SEG</i> 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.<i>Mx</i>.238d, τυραννίς Arist.<i>Pol</i>.1285<sup>a</sup>31, [[ἀρχή]] App.<i>BC</i> 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados</i> X.<i>An</i>.1.3.21, Plu.<i>Lyc</i>.26, de los <i>tresuiri agris diuidendis</i> App.<i>BC</i> 1.9<br /><b class="num">•</b>lat. [[optiones]] suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.<i>Mag</i>.1.46.<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser elegido o aceptado]], [[deseable]] Pl.<i>Phlb</i>.21d, Arist.<i>EN</i> 1097<sup>a</sup>32, Ptol.<i>Iudic</i>.17.6<br /><b class="num">•</b>op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4<br /><b class="num">•</b>op. [[αἱρετέος]] [[aquello cuya elección se impone]] Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.22<br /><b class="num">•</b>en compar. [[preferible]] αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.<i>Mis</i>.A13, cf. Democr.B 251, A.<i>Fr</i>.466, Hdt.1.126, Ar.<i>Eq</i>.84.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que puede ser conquistado]] κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.<br /><b class="num">2</b> [[que puede ser comprendido]], [[comprensible]] νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.<i>Phd</i>.81b, cf. X.<i>Mem</i>.1.1.7.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[voluntariamente]], [[a elección]] Ephr.Syr.3.432F. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''αἱρετός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[αἱρέω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> (<i>αἱρέομαι</i>), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, [[εκλέξιμος]], [[κατάλληλος]], [[άξιος]], αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς [[θάνατος]] αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.<br /><b class="num">2.</b> επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A that may be taken or conquered, δόλῳ Hdt.4.201; to be understood, Pl.Phd. 81b. II (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, opp. φευκτός, Pl.Phlb. 21d sq., Arist.EN1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., Hdt.1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος A.Fr.401. 2 chosen, elected, esp. opp. κληρωτός, Isoc.12.154, Pl.Lg.759b, Arist.Pol.1294b9, cf. Pl.Lg.915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.Mx.238d; τυραννίς Arist.Pol.1285a31:—αἱ. ἄνδρες commissioners, Plu.Lyc.26. οἱ αἱ. X. An.1.3.21: = Lat.optiones, Lyd.Mag.1.46. 3 that may be chosen, opp. αἱρετέος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.22.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ φευκτός, Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., συχν. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ ἀρχή, ἀρχή, ἀξίωμα, οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. χειροτονητός: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· ὡσαύτως οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. (αἱρέω prendre);
1 qui peut être pris;
2 fig. qui peut être compris;
II. (αἱρέομαι choisir);
1 choisi, élu : αἱρετὴ ἀρχή magistrature élective ; οἱ αἱρετοί hommes choisis ou élus (pour une délégation), délégués, commissaires;
2 qu’on peut ou qu’on doit choisir, souhaitable.
Étymologie: αἱρέω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1elegido esp. op. κληρωτός Pl.Lg.759b, Isoc.12.153, Arist.Pol.1294b9, SEG 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.Mx.238d, τυραννίς Arist.Pol.1285a31, ἀρχή App.BC 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados X.An.1.3.21, Plu.Lyc.26, de los tresuiri agris diuidendis App.BC 1.9
•lat. optiones suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.Mag.1.46.
2 que puede ser elegido o aceptado, deseable Pl.Phlb.21d, Arist.EN 1097a32, Ptol.Iudic.17.6
•op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4
•op. αἱρετέος aquello cuya elección se impone Chrysipp.Stoic.3.22
•en compar. preferible αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.Mis.A13, cf. Democr.B 251, A.Fr.466, Hdt.1.126, Ar.Eq.84.
II 1que puede ser conquistado κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.
2 que puede ser comprendido, comprensible νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.Phd.81b, cf. X.Mem.1.1.7.
III adv. -ῶς voluntariamente, a elección Ephr.Syr.3.432F.
Greek Monotonic
αἱρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.
II. 1. (αἱρέομαι), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.
2. επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.