αἰολόμητις: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ιος<br />[[de mente retorcida o ingeniosa]] Προμηθεύς Hes.<i>Th</i>.511, Κύπρις A.<i>Supp</i>.1036, Ὀδυσσεύς Opp.<i>H</i>.2.503, [[Αἰακός]] Nonn.<i>D</i>.37.580, πούλυπος Nonn.<i>D</i>.1.279, Ἔρως Musae.198.
|dgtxt=-ιος<br />[[de mente retorcida o ingeniosa]] Προμηθεύς Hes.<i>Th</i>.511, Κύπρις A.<i>Supp</i>.1036, Ὀδυσσεύς Opp.<i>H</i>.2.503, [[Αἰακός]] Nonn.<i>D</i>.37.580, πούλυπος Nonn.<i>D</i>.1.279, Ἔρως Musae.198.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰολόμητις:''' -ιος, ὁ, ἡ, [[γεμάτος]] από διαφόρους δόλους, πανουργίες, τεχνάσματα, σε Ησίοδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰολόμητις Medium diacritics: αἰολόμητις Low diacritics: αιολόμητις Capitals: ΑΙΟΛΟΜΗΤΙΣ
Transliteration A: aiolómētis Transliteration B: aiolomētis Transliteration C: aiolomitis Beta Code: ai)olo/mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ,

   A full of various wiles, like αἰολόβουλος, Hes.Th.511, A.Supp.1036 (lyr.); also αἰολο-μήτης, ου, ὁ, Hes.Fr.7 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰολόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = πλήρης ποικίλων δόλων, ὡς τὸ αἰολόβουλος, Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1037· ὡσαύτως καὶ αἰολομήτης, ου, ὁ, Ἡσ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
fertile en ruses.
Étymologie: αἰόλος, μῆτις.

Spanish (DGE)

-ιος
de mente retorcida o ingeniosa Προμηθεύς Hes.Th.511, Κύπρις A.Supp.1036, Ὀδυσσεύς Opp.H.2.503, Αἰακός Nonn.D.37.580, πούλυπος Nonn.D.1.279, Ἔρως Musae.198.

Greek Monotonic

αἰολόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, γεμάτος από διαφόρους δόλους, πανουργίες, τεχνάσματα, σε Ησίοδ., Αισχύλ.