ἀκαρπία: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ακαρπιά, η (Α [[ἀκαρπία]]) [[ἄκαρπος]]<br />[[έλλειψη]] καρπών, [[αφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] παιδιών, [[ατεκνία]]. | |mltxt=και ακαρπιά, η (Α [[ἀκαρπία]]) [[ἄκαρπος]]<br />[[έλλειψη]] καρπών, [[αφορία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έλλειψη]] παιδιών, [[ατεκνία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκαρπία:''' ἡ ([[ἄκαρπος]]), [[αφορία]], [[έλλειψη]] γονιμότητας, [[στειρότητα]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:27, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Orac.Sib.4.73
esterilidad μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε A.Eu.801, cf. Hp.Vict.4.90.3, Arist.Mir.842a22, LXX Pr.9.12c, op. πολυκαρπία Plu.2.103b, τῶν ἐλαιῶν IStratonikeia 310.30 (IV d.C.), ἀρουρῶν PLond.1674.34 (VI d.C.), cf. Orac.Sib.4.73
•fig. esterilidad espiritual Isid.Pel.Ep.M.78.189C, 308C.
Greek Monolingual
και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) ἄκαρπος
έλλειψη καρπών, αφορία
αρχ.
έλλειψη παιδιών, ατεκνία.
Greek Monotonic
ἀκαρπία: ἡ (ἄκαρπος), αφορία, έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα, σε Αισχύλ.