Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀκατάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκατάλλακτος]], -ον (Α) [[καταλλάσσω]]<br />[[εκείνος]] που δεν συμφιλιώνεται, ο [[αδιάλλακτος]] (<b>Διόδ.</b> 12, 20).
|mltxt=[[ἀκατάλλακτος]], -ον (Α) [[καταλλάσσω]]<br />[[εκείνος]] που δεν συμφιλιώνεται, ο [[αδιάλλακτος]] (<b>Διόδ.</b> 12, 20).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκατάλλακτος:''' -ον ([[καταλλάσσω]]), [[αδιάλλακτος]], [[αμείλικτος]]· επίρρ. <i>-τως</i>· <i>ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν</i>, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατάλλακτος Medium diacritics: ἀκατάλλακτος Low diacritics: ακατάλλακτος Capitals: ΑΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: akatállaktos Transliteration B: akatallaktos Transliteration C: akatallaktos Beta Code: a)kata/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A irreconcilable, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, D.S.12.20. Adv. -τως, πολεμεῖν D.11.4; διακεῖσθαι πρός τινα Plb.11.29.13; ἔχειν Ph.1.507; μισεῖν ib.479.

German (Pape)

[Seite 69] unversöhnlich, ἐχθρός Zaleuc. Stob. Flor. 44, 21; – ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν Dem. 11, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάλλακτος: -ον, ἀδιάλλακτος, Ζάλευκ. παρὰ Στοβ. 280. 12. Διόδ. 12. 20. - Ἐπίρρ. -τως, ἀκ. πολεμεῖν, Δημ. 153. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, καταλλάσσω.

Spanish (DGE)

-ον
1 irreconciliable ἐχθρός Zaleuc.543, cf. D.S.12.20, ὀργή D.C.44.46.6.
2 adv. -ως irreconciliablemente πολεμεῖν Anaximen.11b.4, πρὸς τοὺς αἰτίους ἀ. διακείμεθα Plb.11.29.13, ἔχειν Ph.1.507, D.C.46.28.2.

Greek Monolingual

ἀκατάλλακτος, -ον (Α) καταλλάσσω
εκείνος που δεν συμφιλιώνεται, ο αδιάλλακτος (Διόδ. 12, 20).

Greek Monotonic

ἀκατάλλακτος: -ον (καταλλάσσω), αδιάλλακτος, αμείλικτος· επίρρ. -τως· ἀκαταλλάκτως πολεμεῖν, σε Δημ.