ἀκριτόφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκριτόφυρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει [[κανείς]], [[επειδή]] εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυρτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]].
|mltxt=[[ἀκριτόφυρτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει [[κανείς]], [[επειδή]] εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκριτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φυρτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φύρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρῐτόφυρτος:''' -ον ([[φύρω]]), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, [[μικτός]], ανακατεμένος, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόφυρτος Medium diacritics: ἀκριτόφυρτος Low diacritics: ακριτόφυρτος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: akritóphyrtos Transliteration B: akritophyrtos Transliteration C: akritofyrtos Beta Code: a)krito/furtos

English (LSJ)

ον,

   A undistinguishably mixed, A. Th.360.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόφυρτος: -ον, ὁ ἀδιακρίτως πεφυρμένος, ἀναμεμιγμένος, Αἰσχ. Θήβ. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé confusément.
Étymologie: ἄκριτος, φύρω.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόφυρτος) -ον
que está en varia mezcla, mezclado de manera indistinguible γᾶς δόσις A.Th.360.

Greek Monolingual

ἀκριτόφυρτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι δυνατόν να τον διακρίνει, να τον ξεχωρίσει κανείς, επειδή εχει αναμιχθεί με άλλα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -φυρτος < φύρω.

Greek Monotonic

ἀκρῐτόφυρτος: -ον (φύρω), αδιακρίτως αναμεμιγμένος, ανάμικτος, μικτός, ανακατεμένος, σε Αισχύλ.