ἄκλειστος: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἄκλειστος]], -ον και ἄκληστος)<br />αυτός που δεν [[είναι]] κλεισμένος, δεν [[είναι]] στερεωμένος<br />«άφησε την πόρτα άκλειστη»<br />«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (<b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[ασυμπλήρωτος]]<br />«έχει τα [[δέκα]] [[οχτώ]] άκλειστα»<br /><b>2.</b> ([[λογαριασμός]]) για τον οποίο δεν έχει γίνει [[εκκαθάριση]]<br /><b>3.</b> (εμπορική [[πράξη]]) που δεν έχει [[επίσημα]] συμφωνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>κλειστὸς</i> (ή <i>κλῃστὸς</i>) <span style="color: red;"><</span> [[κλείω]] ([[κλῄω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκλειστος:''' -ον, Ιων. [[ἀκλήιστος]], Αττ. [[ἄκλῃστος]]· ([[κλείω]]), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, Ion. ἀκλήιστος Call.Hec.2, Att. contr. ἄκλῃστος E.Andr.593, Th.2.93: (κλείω):—
A not closed or fastened, ll. cc., X.Cyr. 7.5.25, Nic.Dam.p.72 D., etc.
German (Pape)
[Seite 73] nicht verschlossen, s. att. ἄκλῃστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκλειστος: -ον, Ἰων. ἀκλήιστος, Καλλ. Ἀποσπ. 41. Ἀττ. συνῃρ. ἄκληστος, Εὐρ. Ἀνδρ. 593, Θουκ. 2. 93: (κλείω), ὁ μὴ κεκλεισμένος, μὴ στερεωμένος, ἔνθ’ ἀνωτ., Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fermé.
Étymologie: ἀ, κλείω.
Spanish (DGE)
v. ἄκλῃστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄκλειστος, -ον και ἄκληστος)
αυτός που δεν είναι κλεισμένος, δεν είναι στερεωμένος
«άφησε την πόρτα άκλειστη»
«ἄκληστ’ ἄδουλα δώμαθ’ ἑστίας λιπὼν» (Ευρ.)
νεοελλ.
1. ο ασυμπλήρωτος
«έχει τα δέκα οχτώ άκλειστα»
2. (λογαριασμός) για τον οποίο δεν έχει γίνει εκκαθάριση
3. (εμπορική πράξη) που δεν έχει επίσημα συμφωνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κλειστὸς (ή κλῃστὸς) < κλείω (κλῄω)].
Greek Monotonic
ἄκλειστος: -ον, Ιων. ἀκλήιστος, Αττ. ἄκλῃστος· (κλείω), αυτός που δεν έχει κλειστεί ή δεν έχει στερεωθεί, σε Ευρ., Θουκ.