ἄκυλος: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»]. | |mltxt=ο, η (Α [[ἄκυλος]])<br />[[ονομασία]] που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους [[μαζί]] με το κοινό βαλανίδι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />αβέβαιη [[είναι]] η [[σύνδεση]] της λ. με το ουσ. [[άκολος]] «[[ψίχουλο]]» και με το ρ. της σανσκρ. <i>aśn</i><i>ā</i><i>ti</i> «[[τρώγω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκῠλος:''' ὁ, (ἡστονΘεόκρ.) [[βελανίδι]], ο [[καρπός]] του λιόπουρνου, του πρίνου, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Theoc.5.94), the
A acorn of Quercus Ilex, given to swine with βάλανος, Od.10.242, Pherecr. 186, Arist.HA595a29, cf. Amphis 38, Thphr.HP3.16.3 :—used in games, Poll.9.103. II ornament or jewel in form of acorn, IG2.767b11 :—neut., ἄκυλον, τό, Ἐφ. Ἀρχ.1895.70.
German (Pape)
[Seite 87] ἡ, die eßbare Eichel, Frucht der πρῖνος, Amphis bei Ath. II, 50 e, u. der ἀρία, Theophr. H. Pl. 3, 16; Hom. einmal, Od. 10, 242 πάρ ῥ' ἄκυλον βάλανόν τ' ἔβαλεν καρπόν τε κρανείης; Theocr. 5, 94; neben βάλανος Phereer. B. A. 373.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῠλος: ὁ, εἶδος βαλάνου διδομένης εἰς τοὺς χοίρους μετὰ τῆς κοινῆς βαλάνου, Ὀδ. Κ. 242, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 6, 4: - ὁ καρπὸς τοῦ πρίνου, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6· πρβλ. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 16. 3. (ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ Σανσκρ. âç (edere, ἐσθίειν)).
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
gland comestible, fruit.
Étymologie: DELG orig. obsc.
English (Autenrieth)
edible acorn, sweet acorn, Od. 10.242†.
Spanish (DGE)
(ἄκῠλος) -ου, ἡ
• Alolema(s): hάκ- IG 13.387.69 (V a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bellota de encina Od.10.242, Hp.Vict.2.55, Pherecr.13, Amphis 38, Cratin.180, Arist.HA 595a29, Thphr.HP 3.16.3, Theoc.5.94, Nic.Al.261.
2 adorno en forma de bellota ὅρμος χρυσōς ἀκύλον IG 13.386.62 (V a.C.), cf. 22.1544.11 (Eleusis IV a.C.).
• Etimología: Prob. prést.
Greek Monolingual
ο, η (Α ἄκυλος)
ονομασία που έδιναν παλαιότερα στον καρπό του πρίνου
αρχ.
είδος βαλανιδιού που δινόταν στους χοίρους μαζί με το κοινό βαλανίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας
αβέβαιη είναι η σύνδεση της λ. με το ουσ. άκολος «ψίχουλο» και με το ρ. της σανσκρ. aśnāti «τρώγω»].
Greek Monotonic
ἄκῠλος: ὁ, (ἡστονΘεόκρ.) βελανίδι, ο καρπός του λιόπουρνου, του πρίνου, σε Ομήρ. Οδ.