ἀκαριαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῑος) [[ἀκαρής]]<br />αυτός που συμβαίνει [[μέσα]] σε ελάχιστο χρόνο, ο [[στιγμιαίος]].
|mltxt=-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῑος) [[ἀκαρής]]<br />αυτός που συμβαίνει [[μέσα]] σε ελάχιστο χρόνο, ο [[στιγμιαίος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκαριαῖος:''' -α, -ον ([[ἀκαρής]]), [[στιγμιαίος]], [[σύντομος]], σε Δημ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαριαῖος Medium diacritics: ἀκαριαῖος Low diacritics: ακαριαίος Capitals: ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: akariaîos Transliteration B: akariaios Transliteration C: akariaios Beta Code: a)kariai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἀκαρής)

   A momentary, brief, πλοῦς D.56.30, cf. Arist. HA590a3, Phld.Ir.p.80 W., etc.; τὸ ἀ. S.E.P.3.79; of a locus, ἀ. τόπος Aristox.Harm.p.55 M. Adv. -ως Alciphr.1.39 (cj).

German (Pape)

[Seite 68] klein, kurz, πλοῦς Dem. 56, 30; Arist. H. A. 8, 2; χρόνος οὐδ. ἀκ. D. Hal. 8, 70; Luc. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαριαῖος: -α, -ον, (ἀκαρὴς) = στιγμιαῖος, βραχύς, πλοῦς, Δημ. 1292. 2· πρβλ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 2· 11, Διον. Ἁλ. 8. 70. - Ἐπίρρ. -ως, Ἀλκίφρ. 1. 39 (Meineke).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
très petit.
Étymologie: ἀ, κείρω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 corto, breve, pequeñísimo φλόξ Arist.HA 590a3, τόπος Aristox.Harm.68.12, τὸ ἀκαιριαῖον ζῆν LXX 2Ma.6.25, βιοῦσι μὲν ἀκαριαῖόν τι μέρος τοῦ παντὸς αἰῶνος D.S.1.2, cf. Phld.Ir.40.2, Luc.Herm.6
subst. τὸ ἀ. instante, breve instante M.Ant.3.10, S.E.P.3.79.
2 adv. -ως en un instante ὁ αἰὼν ... τὸ μέλλον καὶ τὸ ἐνεστός ... καὶ τὸ παρῳχηκὸς ἀ. συνίστησι Clem.Al.Strom.1.13.57, cf. Origenes Fr.88 in Io.12.27, Basil.Hex.2.7, Io.Caes.5.1.186, 5.2.362.

• Etimología: Cf. ἀκαρής.

Greek Monolingual

-αία, -αίο (-ος, -α, -ον) (Α ἀκαριαῑος) ἀκαρής
αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος.

Greek Monotonic

ἀκαριαῖος: -α, -ον (ἀκαρής), στιγμιαίος, σύντομος, σε Δημ. κ.λπ.