ἁλωεινός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
(Bailly1_1)
(2)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de grange, propre aux travaux de la grange.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλως]].
|btext=ή, όν :<br />de grange, propre aux travaux de la grange.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλως]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁλωεινός:''' -ή, -όν ([[ἅλως]]), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το [[αλώνι]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 113] zur Tenne, ἅλως, gehörig, ἵπποι, die das Getreide austreten, Secund. 2 (IX, 301).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλωεινός: -ή, -όν, (ἅλως) ἀνήκων ἢ χρησιμεύων εἰς ἁλώνιον, ἵπποι, Ἀνθ. Π. 9. 301.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de grange, propre aux travaux de la grange.
Étymologie: ἅλως.

Greek Monotonic

ἁλωεινός: -ή, -όν (ἅλως), αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει το αλώνι, σε Ανθ.