ἀμβολάδην: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(Autenrieth)
(2)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀναβάλλω]]): adv., [[bubbling]] up, Il. 21.364†.
|auten=([[ἀναβάλλω]]): adv., [[bubbling]] up, Il. 21.364†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμβολάδην:''' [ᾰδ], επίρρ. ποιητ. αντί [[ἀναβολάδην]], ([[ἀναβολή]]),<br /><b class="num">I.</b>με κοχλασμό, σε Ομήρ. Ιλ.·<br /><b class="num">II.</b> όμοια με [[προοίμιο]] ή [[προανάκρουσμα]], σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβολάδην Medium diacritics: ἀμβολάδην Low diacritics: αμβολάδην Capitals: ΑΜΒΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: amboládēn Transliteration B: amboladēn Transliteration C: amvoladin Beta Code: a)mbola/dhn

English (LSJ)

[ᾰδ,] Adv., poet. for ἀναβολάδην: ((ἀναβολή):—

   A bubbling up, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον . . πάντοθεν ἀ. Il.21.364, cf. Hdt.4.181: metaph., by jets, i.e. capriciously, AP10.70 (Maced.).    II like an ἀναβολή or prelude, h.Merc.426, Pi.N.10.31.

German (Pape)

[Seite 118] aufsprudelnd, Hom. einmal, vom Wasser im kochenden Fleischtopfe, Il. 21, 364; ζέει ἀμβ. κρήνη Her. 4, 181; aber Pind. N. 10, 33 ἀμβ. ὀμφαὶ αὐτὸν κώμασαν erinnert an ἀναβάλλεσθαι. präludirend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβολάδην: [ᾰδ], ἐπίρρ. ποιητ. ἀντὶ ἀναβολάδην, ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ: (ἀναβολή)· μετὰ καχλασμοῦ, ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ... πάντοθεν ἀμβολάδην Ἰλ. Φ. 364, ὅθεν ἐδανείσθη αὐτὸ ὁ Ἡρόδ. (4. 181): μεταφ. μετὰ χρονισμοῦ, μετ’ ἀναβολῆς, ἰδιοτρόπως Ἀνθ. Π. 10. 70. ΙΙ. ἐν εἴδει προοιμίου ἢ προανακρούσματος, ὡς τὸ ἀναβολὴ (ἀμβολὰ παρὰ Πινδάρῳ Π. 1. 4): γηρύετ’ ἀμβολάδην Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 426, Πινδ. Ν. 10. 62: «ἀμβολάδην, ἀναβάλλων ἢ ἐξ ὑποβολῆς· ἀμβολαὶ γὰρ διαναβολαί· ἀρχὴ καὶ προοίμιον παρὰ τοῖς μουσικοῖς» Ἐτυμ. Μ. 80. 21.

French (Bailly abrégé)

adv.
par secousses.
Étymologie: ἀμβολή.

English (Autenrieth)

(ἀναβάλλω): adv., bubbling up, Il. 21.364†.

Greek Monotonic

ἀμβολάδην: [ᾰδ], επίρρ. ποιητ. αντί ἀναβολάδην, (ἀναβολή),
I.με κοχλασμό, σε Ομήρ. Ιλ.·
II. όμοια με προοίμιο ή προανάκρουσμα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.