ἀμίσθωτος: Difference between revisions

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμίσθωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που [[επομένως]] δεν αποφέρει [[μισθό]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μισθωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μισθῶ</i> -<i>ώνω</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμίσθωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που [[επομένως]] δεν αποφέρει [[μισθό]], [[εισόδημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μισθωτὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>μισθῶ</i> -<i>ώνω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμίσθωτος:''' -ον ([[μισθόω]]), αυτός που δεν αποφέρει [[εισόδημα]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμίσθωτος Medium diacritics: ἀμίσθωτος Low diacritics: αμίσθωτος Capitals: ΑΜΙΣΘΩΤΟΣ
Transliteration A: amísthōtos Transliteration B: amisthōtos Transliteration C: amisthotos Beta Code: a)mi/sqwtos

English (LSJ)

ον,

   A not let, bringing no return, οἶκος D. 30.6, cf. BCH35.14 (Delos).    II unhired, D.S.18.21.

German (Pape)

[Seite 125] unvermiethet, οἶκος Dem. 30, 6; noch nicht in Sold genommen, ξένοι Diod. S. 18, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμίσθωτος: -ον, ὁ μὴ μισθωθείς, μὴ ἀποφέρων εἰσόδημά τι, οἶκος Δημ. 865. 20. ΙΙ. ὁ μὴ μισθωθείς, Διόδ. 18. 21. - Ἐπίρρ. -τί, Ἰουστῖν. Μάρτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non loué, qui ne procure aucun revenu;
2 non salarié.
Étymologie: ἀ, μισθόω.

Spanish (DGE)

-ον
1 de casas no alquilado, que no paga alquiler οἶκος D.30.6, cf. quizá ID 104-32.6 (Delos III a.C.).
2 de pers. no pagado, que no ha recibido la paga <τῶν> ἀμισθώτων γενομένων πολλοὶ διεπλανῶντο ζητοῦντες τοὺς μισθοδοτήσοντας D.S.18.21, cf. Poll.6.191.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμίσθωτος, -ον)
αυτός που δεν μισθώθηκε, δεν ενοικιάστηκε, και που επομένως δεν αποφέρει μισθό, εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μισθωτὸς < μισθῶ -ώνω].

Greek Monotonic

ἀμίσθωτος: -ον (μισθόω), αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, σε Δημ.