ἀμοῦ: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(3) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἁμοῡ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]]. | |mltxt=ἁμοῡ <b>επίρρ.</b> (Α) [<i>ἁμὸς</i> ΙΙ]<br />συνεκφέρεται με τα μόρια <i>γέ που</i><br />«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο [[μέρος]], [[κάπου]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμοῦ:''' Αττ. [[ἁμοῦ]], επίρρ. του [[ἀμός]] (= τίς), [[ἀμοῦ]] γέ που, σε κάποιο [[μέρος]] ή σε [[άλλο]], σε Λυσ.· πρβλ. [[ἀμόθεν]], [[ἀμῆ]], [[ἀμοῖ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 128] att. ἁμοῦ, irgendwo, ἁμοῦ γέ που, an irgend einem Orte, Lys. 24, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοῦ: Ἀττ. ἁμοῦ, ἐπίρρ. τοῦ ἁμὸς (= τἰς), = κἄπου, ἁμοῦ γέ που, «εἰς κἄποιον μέρος» (ἐκ διορθώσεως ὑπὸ Βεκκ. ἀντὶ ἄλλου γέ που) Λυσ. 170.12: ἄλλοθι μηδὲ ἁμοῦ, εἰς κανὲν μέρος, διόλου, Συλλ. Ἀττ. Ἐπιγρ. 2. 11· πρβλ. ἁμόθεν, ἁμῆ, ἁμοῖ.
French (Bailly abrégé)
att. ἁμοῦ, adv.
en quelque manière ; ἁμοῦ γέ που LYS quelque part.
Étymologie: ἀμός.
Greek Monolingual
ἁμοῡ επίρρ. (Α) [ἁμὸς ΙΙ]
συνεκφέρεται με τα μόρια γέ που
«ἁμοῡ γέ που», σε κάποιο μέρος, κάπου.
Greek Monotonic
ἀμοῦ: Αττ. ἁμοῦ, επίρρ. του ἀμός (= τίς), ἀμοῦ γέ που, σε κάποιο μέρος ή σε άλλο, σε Λυσ.· πρβλ. ἀμόθεν, ἀμῆ, ἀμοῖ.