ἀμφίβουλος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφίβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο βουλές, γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]]. | |mltxt=[[ἀμφίβουλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ταλαντεύεται [[ανάμεσα]] σε δύο βουλές, γνώμες, [[δίγνωμος]], [[διστακτικός]], [[αναποφάσιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).
German (Pape)
[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.
Spanish (DGE)
-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.
Greek Monolingual
ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.
Greek Monotonic
ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.