ἀμφικύπελλος: Difference between revisions
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
(3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]]. | |mltxt=[[ἀμφικύπελλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> στον Όμηρο [[πάντοτε]] στη φρ. «[[δέπας]] [[ἀμφικύπελλον]]», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στη [[βάση]] του<br /><b>2.</b> [[κατά]] τον Αρίσταρχο, [[έτσι]] ονομάζεται το [[κύπελλο]] που έχει δύο λαβές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπελλον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφικύπελλος:''' -ον, στον Όμηρ. [[ἀμφικύπελλον]] [[δέπας]], διπλό [[κύπελλο]], δηλ. αυτό που αποτελεί [[κύπελλο]] και στην [[κορυφή]] και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. [[ἀμφίθετος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, in Hom. always δέπας ἀ.
A double cup, such as forms a κύπελλον both at top and bottom, Il.1.584,al.: ἀμφικύπελλα are compared with the cell of a honeycomb, as possessing ἀμφίστομοι θυρίδες, Arist.HA624a9; but acc. to Aristarch., two-handled, cf. Ath. 11.783b (post 11.466c).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικύπελλος: -ον, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε δέπας ἀμφικύπελλον, δικύπελλον ποτήριον, τοιοῦτον ὥστε νὰ δύναται νὰ ἀποτελῇ κύπελλον ἑκατέρωθεν, «ἔκπωμα ἀμφοτέρωθεν κοῖλον καὶ περιφερές» Σχόλ. Ἴδε καὶ Κορ. εἰς Ἰλ. Α. 584 καὶ 596, σ. 125 καὶ 127 (πρβλ. ἀμφίθετος, ἀμφίδυσις, περίποτος). - Ὁ Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 9, παραβάλλει πρὸς αὐτὸ τὴν κυψέλην τῆς κηρήθρας ὡς ἔχουσαν ἀμφιστόμους θυρίδας: πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. καὶ περὶ ἄλλων ἑρμηνειῶν, ἴδε Ἀθήν. 783 (ἔκδ. Meineke, τόμ. ΙΙ, σ. 349) καὶ Τρωάδα Σχλίεμαν σ. 313 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(vase) à double coupe, càd dont le pied évasé forme une coupe comme la partie supérieure.
Étymologie: ἀμφί, κύπελλον.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῠ-]
1 de dos copas, δέπας ἀ. prob. formado por dos recipientes unidos por su base o bien lateralmente, usado en banquetes y libaciones Il.1.584, 9.656, Od.3.63, 8.89, 20.153, 22.86
•usado como objeto de regalo o premio Il.6.220, 23.656, 663, Od.15.102, 120
•subst. ἀμφικύπελλα comparando las ἀμφίστομοι θυρίδες de las abejas c. estas copas dobles, Arist.HA 624a9.
2 prob. (según Aristarco) de dos asas δέπας en una escena de sacrificio Il.23.219, seguro Κνώσσιον ἀμφικύπελλον ... δέπας Nonn.D.37.83, pero cf. Ath.783b (post 466c).
Greek Monolingual
ἀμφικύπελλος, -ον (Α)
1. στον Όμηρο πάντοτε στη φρ. «δέπας ἀμφικύπελλον», τέτοιο δηλ. που να αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στη βάση του
2. κατά τον Αρίσταρχο, έτσι ονομάζεται το κύπελλο που έχει δύο λαβές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κύπελλον.
Greek Monotonic
ἀμφικύπελλος: -ον, στον Όμηρ. ἀμφικύπελλον δέπας, διπλό κύπελλο, δηλ. αυτό που αποτελεί κύπελλο και στην κορυφή και στον πάτο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρβλ. ἀμφίθετος.