ἀμφιδήριτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιδήριτος]], -ον (Α) [[ἀμφιδηριῶμαι]]<br />[[αμφίβολος]], διαφιλονικούμενος.
|mltxt=[[ἀμφιδήριτος]], -ον (Α) [[ἀμφιδηριῶμαι]]<br />[[αμφίβολος]], διαφιλονικούμενος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιδήρῑτος:''' -ον ([[δηρίομαι]]), [[αμφίβολος]], [[αμφισβητήσιμος]], [[νίκη]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιδήρῑτος Medium diacritics: ἀμφιδήριτος Low diacritics: αμφιδήριτος Capitals: ΑΜΦΙΔΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: amphidḗritos Transliteration B: amphidēritos Transliteration C: amfidiritos Beta Code: a)mfidh/ritos

English (LSJ)

ον,

   A disputed, doubtful, νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8; μάχη Id.35.2.14.

German (Pape)

[Seite 137] bestritten, zweifelhaft, νίκη Thuc. 4, 134; Pol. 4. 33; μάχη 35, 2, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιδήρῑτος: -ον, φιλονικούμενος, ἀμφίβολος, νίκη Θουκ. 4. 134, μάχη Πολύβ. 35. 2, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
disputé, douteux.
Étymologie: ἀμφί, δηρίομαι.

Spanish (DGE)

-ον
dudoso, incierto νίκη Th.4.134, Plb.4.33.8, τροφή Corn.ND 28
reñido μάχη Plb.35.2.14.

Greek Monolingual

ἀμφιδήριτος, -ον (Α) ἀμφιδηριῶμαι
αμφίβολος, διαφιλονικούμενος.

Greek Monotonic

ἀμφιδήρῑτος: -ον (δηρίομαι), αμφίβολος, αμφισβητήσιμος, νίκη, σε Θουκ.