ἀνάδετος: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάδετος]], -ον (Α) [[ἀναδέω]]<br />αυτός που δένει [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή που [[είναι]] δεμένος [[προς]] τα [[επάνω]]. | |mltxt=[[ἀνάδετος]], -ον (Α) [[ἀναδέω]]<br />αυτός που δένει [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]] ή που [[είναι]] δεμένος [[προς]] τα [[επάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνάδετος:''' -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A binding up hair, μίτραι E.Hec.923. 2 in pass. sense, πῶλον Χαρίτων μίτραις ἀνάδετον Him.Ecl.13.36.
German (Pape)
[Seite 186] aufgebunden, μίτραι, Eur. Hec. 913, die aufgebundenen, das Haar selbst aufbindenden.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάδετος: -ον, ὁ ἀναδεδεμένος, ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν Εὐρ. Ἑκ. 923, ὅπερ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ηὐτρέπιζον κατὰ τάξιν καὶ ἐκόσμουν ἐν μίτραις καὶ ταινίαις ἐπάνω τῆς κεφαλῆς δεδεμέναις».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 attaché en haut;
2 qui retient (les cheveux) relevés.
Étymologie: ἀναδέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 ceñido (πῶλον) ταῖς Χαρίτων μίτραις ὅλον ποιήσας ἀνάδετον Him.12.36.
2 que recoge hacia arriba el cabello μίτραι E.Hec.923.
Greek Monolingual
ἀνάδετος, -ον (Α) ἀναδέω
αυτός που δένει κάτι προς τα επάνω ή που είναι δεμένος προς τα επάνω.
Greek Monotonic
ἀνάδετος: -ον, αυτός που μαζεύει και δένει τα μαλλιά, σε Ευρ.