ἀναβάδην: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναβάδην]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> ανεβαίνοντας σε ύψος, [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για θηλυπρεπή [[στάση]]) [[ανακούρκουδα]], [[ανάσκελα]] και με τα πόδια σηκωμένα [[ψηλά]].
|mltxt=[[ἀναβάδην]] <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀναβαίνω]]<br /><b>1.</b> ανεβαίνοντας σε ύψος, [[ψηλά]]<br /><b>2.</b> (για θηλυπρεπή [[στάση]]) [[ανακούρκουδα]], [[ανάσκελα]] και με τα πόδια σηκωμένα [[ψηλά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀναβάδην:''' [βᾰ], επίρρ. ([[ἀναβαίνω]]), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική [[κλίση]], στον Αριστοφ. [[ψηλά]], στα ύψη.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβάδην Medium diacritics: ἀναβάδην Low diacritics: αναβάδην Capitals: ΑΝΑΒΑΔΗΝ
Transliteration A: anabádēn Transliteration B: anabadēn Transliteration C: anavadin Beta Code: a)naba/dhn

English (LSJ)

[βᾰ], Adv., (ἀναβαίνω) lit.

   A going up, but usu. with one's feet up, lying down, Ar.Pl.1123, D.Chr.62.6, Plu.2.336c, cf. Ath.12.528f, Poll.3.90; so prob. in Ar.Ach.399,410, but expl. by a Sch. as upstairs.

German (Pape)

[Seite 179] (βαίνω), in die Höhe steigend, in der Höhe sich befindend, Ar. Ach. 374, 385, ἀναβάδην ποιεῖ τραγῳδίαν, Euripides macht oben Tragödien, wo komisch καταβάδην entgeggstzt ist; Pl. 1123 ἀναβάδην ἀναπαύομαι, womit Plut. fort. Al. II, 3 ἀν. καθῆσθαι zu vgl., müßig dasitzen, mit übereinander geschlagenen oder mit hochgelegten u. ausgestreckten Füßen, wie Ath. XII, 529 a vom Sardanapal.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβάδην: [βᾰ], ἐπίρρ. (ἀναβαίνω) ἀναβαίνων, ἀναβαίνων εἰς ὕψος, ἐν ὑψηλοῖς, ὑψηλά: ἐντεῦθεν ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 399, 410, Πλ. 1123. ἀντίθετον τῷ καταβάδην (Ἀχ. 411), ἔχειν ἄνω τοὺς πόδας, κεῖσθαι ἐπὶ ἀνακλίντρου, ἐπὶ θηλυπρεποῦς στάσεως, Ἀθήν. 529Α: οὕτω, Σαρδανάπαλλος ἔξαινε πορφύραν, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Πλουτ. 2. 33 C· ἀλλ’ ὁ Σουΐδας ἑρμηνεύει «ἐφ’ ὑψηλοῦ τόπου καθήμενος· καὶ ἀναβάδην καθῆσθαι, μετέωρον καθέζεσθαι, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ καταβάδην·» καὶ ἐκ τοῦ στίχ. 409 αὕτη φαίνεται νὰ εἶναι ἡ ἀληθὴς ἔννοια. Ἀλλ’ ἴδε σημειώσεις Κοραῆ ἐν Ἱπποκρ. π. Ἀέρ. τόμ. Β΄, σ. 229 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant, en haut.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-βᾰ-]
adv. con los pies por alto ἀναβάδην ποεῖ τραγῳδίαν Ar.Ach.399 (pero interpr. ἐπὶ τῆς σκηνῆς μετέωρος Sch.ad loc.), cf. 410, ἀναβάδην ἀναπαύομαι Ar.Pl.1123, ἀναβάδην ... καθήμενον Ath.528f, cf. Poll.3.90, ἐπὶ ... κλίνης ἀναβάδην D.Chr.62.6, ἀναβάδην ἐν ταῖς παλλακαῖς καθήμενος Plu.2.336c.

Greek Monolingual

ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω
1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά
2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.

Greek Monotonic

ἀναβάδην: [βᾰ], επίρρ. (ἀναβαίνω), αυτός που ανεβαίνει, με ανηφορική κλίση, στον Αριστοφ. ψηλά, στα ύψη.