ἀναμεστόω: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(Bailly1_1) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />remplir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάμεστος]]. | |btext=-ῶ :<br />remplir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάμεστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναμεστόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γεμίζω]] εξ ολοκλήρου, κάνω [[κάτι]] πλήρες [[μέχρι]] πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A fill up, fill full, Ar.Ra.1084 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 198] voll machen, anfüllen, ἡ πόλις ὑπὸ γραμματέων (Bergk em. ὑπογραμματέων) ἀνεμεστώθη Ar. Ran. 1082.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμεστόω: μέλλ. -ώσω, πληρῶ ἐξ ὁλοκλήρου, γεμίζω ἐντελῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1084, ἐν τῷ παθ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
remplir.
Étymologie: ἀνάμεστος.
Greek Monotonic
ἀναμεστόω: μέλ. -ώσω, γεμίζω εξ ολοκλήρου, κάνω κάτι πλήρες μέχρι πάνω, σε Αριστοφ., στην Παθ.