ἀνατυλίσσω: Difference between revisions
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνατυλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] βιβλία διπλωμένα σε [[σχήμα]] ειληταρίου, [[ξεδιπλώνω]], [[ξετυλίγω]]<br />2.[[ξετυλίγω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναπολώ]]. | |mltxt=[[ἀνατυλίσσω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] βιβλία διπλωμένα σε [[σχήμα]] ειληταρίου, [[ξεδιπλώνω]], [[ξετυλίγω]]<br />2.[[ξετυλίγω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναπολώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνατῠλίσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[εκτυλίσσω]], [[ξεδιπλώνω]], [[ανοίγω]], <i>βιβλία</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
Att. ἀνατυλίττω,
A unroll, βιβλία Luc.Ind.16: metaph., ἀ. τοὺς λόγους πρὸς ἑαυτόν Id.Nigr.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατῠλίσσω: Ἀττ. -ττω, = ἀνελίττω, ἐκτυλίσσω, ἀνοίγω, βιβλία Λουκ. Πρὸς ἀπαίδ. 16: ― μεταφ., ἀνατυλίττω τοὺς λόγους, οὓς ἤκουσα, πρὸς ἐμαυτόν, ἀνακυκλῶ, Λουκ. Νιγρ. 7· ἀνατυλίξομεν τὰ ἀπ’ ἀρχῆς γενόμενα Κλήμ. Ρωμ. 31.
French (Bailly abrégé)
dérouler.
Étymologie: ἀνά, τυλίσσω.
Spanish (DGE)
1 desenrollar βιβλία Luc.Ind.16.
2 fig. repasar mentalmente λόγους Luc.Nigr.7, τὰ ἀπ' ἀρχῆς γενόμενα 1Ep.Clem.31.1.
Greek Monolingual
ἀνατυλίσσω (Α)
1. ανοίγω βιβλία διπλωμένα σε σχήμα ειληταρίου, ξεδιπλώνω, ξετυλίγω
2.ξετυλίγω στη μνήμη μου, αναπολώ.
Greek Monotonic
ἀνατῠλίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, εκτυλίσσω, ξεδιπλώνω, ανοίγω, βιβλία, σε Λουκ.