ἀναπειστήριος: Difference between revisions
From LSJ
εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναπειστήριος]], -α, -ον (Α) [[ἀναπείθω]]<br />[[πειστικός]]. | |mltxt=[[ἀναπειστήριος]], -α, -ον (Α) [[ἀναπείθω]]<br />[[πειστικός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναπειστήριος:''' -α, -ον ([[ἀναπείθω]]), [[πειστικός]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A persuasive, χαύνωσις Ar.Nu.875.
German (Pape)
[Seite 201] überredend, fem. ἀναπειστηρία χαύνωσις Ar. Nubb. 865.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπειστήριος: -α, -ον, καταπειστικός, χαύνωσις Ἀριστοφ. Νεφ. 875.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui emporte la conviction ; persuasif.
Étymologie: ἀναπείθω.
Spanish (DGE)
-α, -ον persuasivo χαύνωσις Ar.Nu.875.
Greek Monolingual
ἀναπειστήριος, -α, -ον (Α) ἀναπείθω
πειστικός.