ἀντίταγμα: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίταγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αντίπαλη στρατιωτική [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]].
|mltxt=[[ἀντίταγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> αντίπαλη στρατιωτική [[δύναμη]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[πολιτικός]] [[αντίπαλος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντίταγμα:''' -ατος, τό ([[ἀντιτάσσω]]), αντίθετη [[δύναμη]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιταγμα Medium diacritics: ἀντίταγμα Low diacritics: αντίταγμα Capitals: ΑΝΤΙΤΑΓΜΑ
Transliteration A: antítagma Transliteration B: antitagma Transliteration C: antitagma Beta Code: a)ntitagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A opposingforce, D.S.11.67, Plu.Cleom.23; of a person, 'a political force', Nic.2,Luc.38.

German (Pape)

[Seite 261] τό, entgegengestelltes Heer, Plut. Cleom 23 u. Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίταγμα: -ατος, τό, ἀντιτασσομένη στρατιωτικὴ δύναμις, Διόδ. 11. 67, Πλουτ. Κλεομ. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupe opposée à l’ennemi.
Étymologie: ἀντιτάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fuerza militar de represión, ἀντίταγμα κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν D.S.11.67, cf. Plu.Cleom.23.
2 rival, oponente político, antagonista πρὸς τὴν Κλέωνος βδελυρίαν Plu.Nic.2, πρὸς τὴν Πομπηίου τυραννίδα Plu.Luc.38.

Greek Monolingual

ἀντίταγμα, το (Α)
1. αντίπαλη στρατιωτική δύναμη
2. (για πρόσωπο) πολιτικός αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντίταγμα: -ατος, τό (ἀντιτάσσω), αντίθετη δύναμη, σε Πλούτ.