ἀπεραντολόγος: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀπεραντολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη [[φλυαρία]]. | |mltxt=(AM [[ἀπεραντολόγος]], -ον)<br />αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη [[φλυαρία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπεραντολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που φλυαρεί ακατάπαυστα. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A talking without end, γλῶσσαι Thal.4 Bgk., cf. Ph.1.216: Comp. -ώτερος Gal.18(1).254.
German (Pape)
[Seite 287] ohne Ende geschwätzig, Thales bei D. L. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεραντολόγος: -ον, ὁ ἀτελευτήτως λαλῶν, γλῶσσαι Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 35, Φίλων 1. 216.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bavarde sans fin.
Étymologie: ἀπέραντος, λέγω³.
Spanish (DGE)
-ον
que charla sin fin, charlatán γλῶσσαι Lobo Argiuus en D.L.1.35, κακία Antisth.86, de Juliano, Gal.18(1).253, cf. Ph.1.216.
Greek Monolingual
(AM ἀπεραντολόγος, -ον)
αυτός που μιλά ακατάπαυστα, με ακατάσχετη φλυαρία.
Greek Monotonic
ἀπεραντολόγος: -ον (λέγω), αυτός που φλυαρεί ακατάπαυστα.