ἀνυποδησία: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -δεσία (Α [[ἀνυποδησία]] κ. -δεσία)<br />το να μη φοράει [[κάποιος]] υποδήματα, [[ξυπολυσιά]].
|mltxt=κ. -δεσία (Α [[ἀνυποδησία]] κ. -δεσία)<br />το να μη φοράει [[κάποιος]] υποδήματα, [[ξυπολυσιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυποδησία:''' ἡ, [[βάδισμα]] [[χωρίς]] υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυποδησία Medium diacritics: ἀνυποδησία Low diacritics: ανυποδησία Capitals: ΑΝΥΠΟΔΗΣΙΑ
Transliteration A: anypodēsía Transliteration B: anypodēsia Transliteration C: anypodisia Beta Code: a)nupodhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A a going barefoot, Pl.Lg.633c, X.Lac.2.3.

German (Pape)

[Seite 266] (unatt. ἀνυποδεσία), ἡ, Schuhlosigkeit, Barfußgehen, Plat. Legg. I, 633 c Xen. Lac. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποδησία: ἡ, τὸ μὴ ἔχειν εἰς τοὺς πόδας ὑποδήματα, τὸ εἶναί τινα ἀνυπόδητον, Πλάτ. Νόμ. 633C, Ξεν. Λακ. 2. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’aller pieds nus.
Étymologie: ἀνυπόδητος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
hecho de ir descalzo χειμώνων ... ἀνυποδησίαι falta de calzado en el invierno Pl.Lg.633c, cf. X.Lac.2.3, M.Ant.5.8, Plu.2.634a, Philostr.Im.1.16.

Greek Monolingual

κ. -δεσία (Α ἀνυποδησία κ. -δεσία)
το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά.

Greek Monotonic

ἀνυποδησία: ἡ, βάδισμα χωρίς υποδήματα, σε Πλάτ., Ξεν.