ἀποτείχισις: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποτείχισις]], η (Α)<br />[[ανέγερση]] οχυρωματικού τείχους, [[οχύρωση]]. | |mltxt=[[ἀποτείχισις]], η (Α)<br />[[ανέγερση]] οχυρωματικού τείχους, [[οχύρωση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποτείχῐσις:''' -εως, ἡ, [[περιτείχιση]], [[αποκλεισμός]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A walling off of a town, blockading, τῆς Ποτειδαίας Th.1.65. II razing of fortifications, Polyaen.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, 1) Absperrung durch Mauern und Schanzen, Thuc. 1, 65. – 2) nach Suid. Zerstörung der Festungswerke.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτείχῐσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποτειχίζειν, περιτειχίζειν, ἀποκλείειν, ἀποκλεισμός, Θουκ. 1. 65. ΙΙ. ἀνέγερσις ὀχυρωμάτων, ὀχύρωσις, Πολύαιν. 1. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fortification défensive.
Étymologie: ἀποτειχίζω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 bloqueo, sitio por medio de un muro τῆς Ποτειδαίας Th.1.65.
2 desmantelamiento de las fortificaciones Polyaen.2.22.3.
Greek Monolingual
ἀποτείχισις, η (Α)
ανέγερση οχυρωματικού τείχους, οχύρωση.
Greek Monotonic
ἀποτείχῐσις: -εως, ἡ, περιτείχιση, αποκλεισμός, σε Θουκ.