βροντησικέραυνος: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βροντησικέραυνος]], -ον (Α)<br />(για τα σύννεφα) [[εκείνος]] που φέρνει βροντές και κεραυνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βροντησι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βροντώ]] <span style="color: red;">+</span> -[[κεραυνός]] <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τερψίμβροτος]])]. | |mltxt=[[βροντησικέραυνος]], -ον (Α)<br />(για τα σύννεφα) [[εκείνος]] που φέρνει βροντές και κεραυνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βροντησι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βροντώ]] <span style="color: red;">+</span> -[[κεραυνός]] <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τερψίμβροτος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βροντησικέραυνος:''' -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.
Spanish (DGE)
-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.
Greek Monolingual
βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].
Greek Monotonic
βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.