βροντησικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βροντησικέραυνος]], -ον (Α)<br />(για τα σύννεφα) [[εκείνος]] που φέρνει βροντές και κεραυνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βροντησι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βροντώ]] <span style="color: red;">+</span> -[[κεραυνός]] <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τερψίμβροτος]])].
|mltxt=[[βροντησικέραυνος]], -ον (Α)<br />(για τα σύννεφα) [[εκείνος]] που φέρνει βροντές και κεραυνούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>βροντησι</i>- <span style="color: red;"><</span> [[βροντώ]] <span style="color: red;">+</span> -[[κεραυνός]] <span style="color: red;"><</span> [[κεραυνός]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τερψίμβροτος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βροντησικέραυνος:''' -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 18:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βροντησικέραυνος Medium diacritics: βροντησικέραυνος Low diacritics: βροντησικέραυνος Capitals: ΒΡΟΝΤΗΣΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: brontēsikéraunos Transliteration B: brontēsikeraunos Transliteration C: vrontisikeravnos Beta Code: bronthsike/raunos

English (LSJ)

ον,

   A sending thunder and lightning, Νεφέλαι Ar.Nu.265 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

βροντησικέραυνος: -ον, ὁ ἐκπέμπων βροντὴν καὶ ἀστραπὴν ἢ κεραυνόν, νεφέλη Ἀριστοφ. Νεφ. 265.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
chargé de foudre et de tonnerre (nuage).
Étymologie: βροντάω, κεραυνός.

Spanish (DGE)

-ον
portador de rayos y truenos Νεφέλαι Ar.Nu.265.

Greek Monolingual

βροντησικέραυνος, -ον (Α)
(για τα σύννεφα) εκείνος που φέρνει βροντές και κεραυνούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βροντησι- < βροντώ + -κεραυνός < κεραυνός (πρβλ. τερψίμβροτος)].

Greek Monotonic

βροντησικέραυνος: -ον, αυτός που στέλνει αστραπές και κεραυνούς, σε Αριστοφ.