ἐλαφοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (AM [[ἐλαφοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος). | |mltxt=-ο (AM [[ἐλαφοκτόνος]], -ον)<br />αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐλᾰφοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει ελάφια, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A deer-killing, θεά E.IT1113 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 792] hirschtödtend, Artemis, Eur. I. T 1113.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰφοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων ἐλάφους, Εὐρ. Ι. Τ. 1113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les cerfs.
Étymologie: ἔλαφος, κτείνω.
Spanish (DGE)
-ον
matador de ciervos θεά de Ártemis, E.IT 1113, cf. A.D.Adu.189.8.
Greek Monolingual
-ο (AM ἐλαφοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει ελάφια (επίθ. της Αρτέμιδος).
Greek Monotonic
ἐλᾰφοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ελάφια, σε Ευρ.