θήρευμα: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[θήραμα]]) [[θηρεύω]]<br />[[θήραμα]], [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θηρεύματα</i><br />το [[κυνήγι]].
|mltxt=το (Α [[θήραμα]]) [[θηρεύω]]<br />[[θήραμα]], [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ θηρεύματα</i><br />το [[κυνήγι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θήρευμα:''' -ατος, τό ([[θηρεύω]]), = [[θήραμα]], [[κυνήγι]], [[λεία]], [[θήραμα]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήρευμα Medium diacritics: θήρευμα Low diacritics: θήρευμα Capitals: ΘΗΡΕΥΜΑ
Transliteration A: thḗreuma Transliteration B: thēreuma Transliteration C: thirevma Beta Code: qh/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, (θηρεύω)

   A spoil, prey, S.Ichn.285, E.IA1162.    II pl., hunting, Pl.Lg.823b.

German (Pape)

[Seite 1209] τό, = θήραμα, Eur. I. A. 1162; τὰ πεζὰ θηρεύματα Plat. Legg. VII, 823 b.

Greek (Liddell-Scott)

θήρευμα: τό, (θηρεύω) = θήραμα, λάφυρον, λεία, Εὐρ. Ι. Α. 1162. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., κυνήγιον, Πλάτ. Νόμ. 823Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
butin de chasse.
Étymologie: θηρεύω.

Greek Monolingual

το (Α θήραμα) θηρεύω
θήραμα, λεία, λάφυρο
αρχ.
στον πληθ. τὰ θηρεύματα
το κυνήγι.

Greek Monotonic

θήρευμα: -ατος, τό (θηρεύω), = θήραμα, κυνήγι, λεία, θήραμα, σε Ευρ.